Νέες αναλύσεις των αποτελεσμάτων της μελέτης IMPROVE-IT επιβεβαιώνουν τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου με την ταυτόχρονη μείωση της LDL-C κάτω από 70mg/dL με το συνδυασμό εζετιμίμπης – σιμβαστατίνης, καθώς και το μακροχρόνιο προφίλ ασφάλειας και αποτελεσματικότητας του συνδυασμού

MSD_Logo

Τα αποτελέσματα των νέων αναλύσεων παρουσιάσθηκαν στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (ESC)

ΑΘΗΝΑ, 21 Σεπτεμβρίου 2015 – Τα αποτελέσματα από νέες αναλύσεις της μελέτης IMPROVE-IT, τα οποία μεταξύ άλλων επιβεβαιώνουν το μακροχρόνιο προφίλ ασφάλειας και αποτελεσματικότητας του συνδυασμού εζετιμίμπης – σιμβαστατίνης, καθώς και ότι η μείωση της LDL χοληστερόλης σε πολύ χαμηλά επίπεδα με τη χορήγηση του συνδυασμού μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, ανακοίνωσε η MSD, γνωστή και ως Merck & Co., Inc., Kenilowrth, NJ, USA, στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Τα αποτελέσματα των νέων αναλύσεων παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Λονδίνο.

Ο συνδυασμός σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης και η εζετιμίμπη ως μονοθεραπεία έχουν σήμερα ενδείξεις χορήγησης σε ασθενείς με υπερλιπιδαιμία- στους οποίους η αγωγή με στατίνη θεωρείται ακατάλληλη ή δεν είναι ανεκτή για τη μείωση των αυξημένων επιπέδων της LDL χοληστερόλης- σε συνδυασμό με υγιεινή διατροφή. Με βάση τα αποτελέσματα από την κλινική μελέτη IMPROVE-IT, η MSD έχει υποβάλει αίτηση στον ΕΟΦ με στόχο να λάβει νέα ένδειξη χορήγησης του συνδυασμού σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης αλλά και της εζετιμίμπης ως μονοθεραπείας, για την ελάττωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.

«Η IMPROVEIT μας δίνει τη δυνατότητα να μελετήσουμε τα δεδομένα έκβασης των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν συνδυασμό σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης, όπως επίσης και να εξετάσουμε τον σημαντικό παράγοντα της μακροπρόθεσμης ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της θεραπείας υπό ελεγχόμενες συνθήκες» δήλωσε ο Λάζαρος Πουγγίας, MD, PhD, Ιατρικός Διευθυντής της MSD Ελλάδας.

Οι νεότερες αναλύσεις της Μελέτης IMPROVEIT:

 

  1. Εμφάνιση νέων περιπτώσεων Σακχαρώδους Διαβήτη

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν συνδυασμό σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης, δεν διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης νεοδιαγνωσθέντος σακχαρώδους διαβήτη (ΣΔ) σε σύγκριση με τους ασθενείς που λάμβαναν μονοθεραπεία με σιμβαστατίνη και για διάμεση περίοδο παρακολούθησης >5,5 έτη.

 

Κατά τη διάρκεια της μελέτης 1.414 ασθενείς (13,3% χωρίς ΣΔ κατά την έναρξη της δοκιμής) είχαν νέα εκδήλωση ΣΔ, η οποία ορίστηκε είτε ως έναρξη λήψης φαρμακευτικής αγωγής για τη ρύθμιση του διαβήτη, είτε μετά από 2 συνεχόμενες μετρήσεις επιπέδων γλυκόζης νηστείας αίματος με τιμές ≥7 mmol/L (126 mg/dL). Από τις περιπτώσεις νεοδιαγνωσθέντος ΣΔ, το 50,9% αφορούσε τους ασθενείς που λάμβαναν το συνδυασμό σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης και το 49,1% σε όσους λάμβαναν μονοθεραπεία με σιμβαστατίνη (λόγος κινδύνου 1,04; 95% CI 0,94-1,15).

 

  1. Ασφάλεια και Αποτελεσματικότητα μακροπρόθεσμης επίτευξης Πολύ Χαμηλών Επιπέδων LDL Χοληστερόλης

Η post-hoc ανάλυση συνέκρινε τα στοιχεία ασφάλειας και αποτελεσματικότητας κατά τη διάμεση περίοδο παρακολούθησης των 6 ετών σε ασθενείς οι οποίοι διαστρωματώθηκαν με βάση τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης κατά τον 1ο μήνα της μελέτης. Η μελέτη αξιολόγησε τον 1ο μήνα τους ασθενείς οι οποίοι είχαν επίπεδα LDL χοληστερόλης <30 mg/dL, 30 – <50 mg/dL, 50 – <70 mg/dL,και ≥70 mg/dL.

Τα εννέα επιλεχθέντα συμβάματα ασφάλειας ειδικού ενδιαφέροντος στα οποία συμπεριλαμβάνονταν το αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο και ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες οδήγησαν στη διακοπή της θεραπείας, ανέδειξαν παρόμοια ποσοστά σε ασθενείς με LDL χοληστερόλη <30 mg/dL τον 1ο μήνα (επιτεύχθηκε στο 6% των ασθενών), σε σύγκριση με ασθενείς οι οποίοι πέτυχαν υψηλότερα επίπεδα LDL χοληστερόλης.

Επιπλέον, η ίδια ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα καρδιαγγειακά συμβάματα εμφανίζονταν λιγότερο συχνά σε ασθενείς που επιτύγχαναν επίπεδα LDL χοληστερόλης <70 mg/dL κατά τον 1ο μήνα της μελέτης, σε σύγκριση με τους ασθενείς με επίπεδα LDL χοληστερόλης ≥70 mg/dL. Για την πλήρη λίστα όλων των παραμέτρων ασφαλείας που αναλύθηκαν, παρακαλούμε επισκεφθείτε τον ιστότοπο της ESC.

  1. Επίτευξη του Διπλού Στόχου LDL Χοληστερόλης (<70 mg/dL) και C Αντιδρώσας Πρωτεΐνης Υψηλής Ευαισθησίας – hsCRP (<2 mg/L): συχνότερη επίτευξη με την προσθήκη της εζετιμίμπης στη θεραπεία και σχετιζόμενη με καλύτερες εκβάσεις

Επιπρόσθετες ενδείξεις για την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης προκύπτουν και από μία άλλη ανάλυση της IMPROVE-IT, η οποία αξιολόγησε τις εκβάσεις σε ασθενείς με συγκεκριμένα επίπεδα LDL χοληστερόλης και C-αντιδρώσας πρωτεΐνης υψηλής ευαισθησίας (hs-CRP).

Τα επίπεδα της CRP – ενός δείκτη φλεγμονής – σε κάποιες περιπτώσεις συνδέονται με μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Αυτή η ανάλυση κατέδειξε ότι οι ασθενείς οι οποίοι εμφάνισαν επίπεδα LDL Χοληστερόλης <70 mg/dL και hs-CRP <2 mg/L κατά τον 1ο μήνα της μελέτης, είχαν χαμηλότερο ποσοστό πρωτεύοντος σύνθετου καταληκτικού σημείου των μειζόνων καρδιαγγειακών συμβαμάτων κατά τη διάρκεια της μελέτης, σε σύγκριση με τους ασθενείς οι οποίοι δεν επιτύγχαναν κανένα από αυτά τα επίπεδα.

Σημαντικά περισσότεροι ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν συνδυασμό σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης πέτυχαν αυτά τα δύο συγκεκριμένα επίπεδα τον 1ο μήνα, σε σύγκριση με ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν μόνο σιμβαστατίνη (50% έναντι 29%, p<0.001).

Σχετικά με τη Μελέτη IMPROVEIT

Η IMPROVE-IT (IMProved Reduction of Outcomes [Βελτιωμένη Ελάττωση Συμβαμάτων]: INEGY Efficacy International Trial [Διεθνής Μελέτη Αποτελεσματικότητας]) διενεργήθηκε από την Ομάδα Εργασίας Θρομβόλυσης σε Έμφραγμα του Μυοκαρδίου [Thrombolysis In Myocardial Infarction (TIMI) Study Group] του Brigham και από το Women’s Hospital and the Duke Clinical Research Institute [Γυναικολογικό Νοσοκομείο και Ινστιτούτο Κλινικών Ερευνών του Duke] (DCRI) ενώ χρηματοδοτήθηκε από την Merck. Η IMPROVE-IT αποτέλεσε μία πολυεθνική, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή μελέτη σύγκρισης με ενεργό παράγοντα 18.144 ασθενών υψηλού κινδύνου με Οξέα Στεφανιαία Νοσήματα (ΟΣΔ), συμπεριλαμβανομένης της ασταθούς στηθάγχης (ΑΣ), του Οξέος Εμφράγματος του Μυοκαρδίου χωρίς ανάσπαση του ST τμήματος και του Οξέος Εμφράγματος του Μυοκαρδίου με ανάσπαση του ST τμήματος. Η μελέτη αξιολόγησε την επίπτωση / συχνότητα των μειζόνων καρδιαγγειακών συμβαμάτων, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια, του μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου, του μη θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου, της νέας νοσηλείας για οξύ στεφανιαίο νόσημα ή στεφανιαία επαναγγείωση (η οποία προκύπτει 30 ημέρες ή αργότερα από το αρχικό συμβάν), σε ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίζονταν με συνδυασμό σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης σε σύγκριση με ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίζονταν μόνον με σιμβαστατίνη.

Όλοι οι ασθενείς της μελέτης ξεκίνησαν είτε με δόσεις σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης 10/40 mg είτε σιμβαστατίνη 40 mg. Πριν την τροποποίηση του πρωτοκόλλου το 2011, η δοσολογία μπορούσε να ανέρχεται σε εζετιμίμπη/σιμβαστατίνη 10/80 mg ή σιμβαστατίνη 80 mg, εάν διαδοχικές μετρήσεις των επιπέδων της LDL Χοληστερίνης ξεπερνούσαν τα 79 mg/dL. Η μελέτη συμπεριέλαβε ασθενείς εντός 10 ημερών από τη νοσηλεία τους για Οξέα Στεφανιαία Νοσήματα, οι οποίοι είχαν αρκετά υψηλό κίνδυνο, σύμφωνα με τα όσα καθορίζονται στο πρωτόκολλο και οι οποίοι είχαν αρχικά επίπεδα LDL-χοληστερόλης ≤125 mg/dL χωρίς προηγούμενη θεραπεία για ελάττωση των επιπέδων των λιπιδίων, είτε <100 mg/dL εάν είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία μείωσης των επιπέδων των λιπιδίων, όχι όμως ισχυρότερη από 40 mg/ημέρα σιμβαστατίνης. Οι περιορισμοί για τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης κατά την ένταξη στην μελέτη, σχεδιάστηκαν για να ενταχθούν ασθενείς οι οποίοι αναμενόταν ευλόγως να επιτύχουν επίπεδα LDL χοληστερόλης 70 mg/dL ή λιγότερο, στην ομάδα μελέτης χορήγησης μόνο με σιμβαστατίνη, επίπεδα τα οποία αποτέλεσαν τον συνιστώμενο στόχο επιλογής, όπως αυτός τέθηκε στην επικαιροποίηση του 2004 του Πίνακα Κατευθυντήριων Οδηγών Αντιμετώπισης Ενηλίκων 3 [Adult Treatment Panel (ATP) III guidelines].